- αργυρικός
- ἀργυρικός, -ή, -όν (Α) [αργύριον]ο χρηματικός («ἀργυρική ζημία» — χρηματικό πρόστιμο).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀργυρικά — ἀργυρικός of neut nom/voc/acc pl ἀργυρικά̱ , ἀργυρικός of fem nom/voc/acc dual ἀργυρικά̱ , ἀργυρικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργυρικῶν — ἀργυρικός of fem gen pl ἀργυρικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργυρικόν — ἀργυρικός of masc acc sg ἀργυρικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργυρικοί — ἀργυρικός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργυρικούς — ἀργυρικός of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργυρικῆς — ἀργυρικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργυρικῇ — ἀργυρικός of fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργυρικήν — ἀργυρικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργυρικῷ — ἀργυρικός of masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρίζομαι — ΝΜΑ, και ενεργ. τ. χειρίζω ΜΑ [χείρ, χειρός] (στη νεοελλ. μόνον το μέσ.) διαχειρίζομαι, διοικώ (α. «χειρίζεται τα οικονομικά θέματα τής εταιρείας» β. «χειρίζω ἀνάγνως τὰ ἅγια», Ισίδ. Πηλ. γ. «ἐδόκουν ἐνδεχομένως χειρίζειν τὰ κατὰ τὴν Σικελίαν»,… … Dictionary of Greek